Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
View word page
στρατευτέος
one must make an expedition
ShortDef
one must make an expedition
Debugging
Headword:
στρατευτέος
Headword (normalized):
στρατευτέος
Headword (normalized/stripped):
στρατευτεος
IDX:
81999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82000
Key:
Data
{'content': 'one must make an expedition'}