Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
View word page
στράτευσις
an expedition
ShortDef
an expedition
Debugging
Headword:
στράτευσις
Headword (normalized):
στράτευσις
Headword (normalized/stripped):
στρατευσις
IDX:
81998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81999
Key:
Data
{'content': 'an expedition'}