Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
View word page
στρατεύσιμος
fit for service, serviceable

ShortDef

fit for service, serviceable

Debugging

Headword:
στρατεύσιμος
Headword (normalized):
στρατεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
στρατευσιμος
IDX:
81997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81998
Key:

Data

{'content': 'fit for service, serviceable'}