Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
View word page
στρατευσείω
to be anxious for war

ShortDef

to be anxious for war

Debugging

Headword:
στρατευσείω
Headword (normalized):
στρατευσείω
Headword (normalized/stripped):
στρατευσειω
IDX:
81996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81997
Key:

Data

{'content': 'to be anxious for war'}