Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
View word page
στρατεύομαι
go to war, campaign

ShortDef

go to war, campaign

Debugging

Headword:
στρατεύομαι
Headword (normalized):
στρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στρατευομαι
IDX:
81995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81996
Key:

Data

{'content': 'go to war, campaign'}