Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
View word page
στράτευμα
an expedition, campaign

ShortDef

an expedition, campaign

Debugging

Headword:
στράτευμα
Headword (normalized):
στράτευμα
Headword (normalized/stripped):
στρατευμα
IDX:
81994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81995
Key:

Data

{'content': 'an expedition, campaign'}