Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
στρατηγέω
View word page
στρατεία
an expedition, campaign

ShortDef

an expedition, campaign

Debugging

Headword:
στρατεία
Headword (normalized):
στρατεία
Headword (normalized/stripped):
στρατεια
IDX:
81992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81993
Key:

Data

{'content': 'an expedition, campaign'}