Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
στρατεύω
View word page
στραταρχικός
fit for command

ShortDef

fit for command

Debugging

Headword:
στραταρχικός
Headword (normalized):
στραταρχικός
Headword (normalized/stripped):
στραταρχικος
IDX:
81991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81992
Key:

Data

{'content': 'fit for command'}