Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
στρατευτικός
View word page
στραταρχία
office
ShortDef
office
Debugging
Headword:
στραταρχία
Headword (normalized):
στραταρχία
Headword (normalized/stripped):
στραταρχια
IDX:
81990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81991
Key:
Data
{'content': 'office'}