Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτέος
View word page
στρατάρχης
the general of an army

ShortDef

the general of an army

Debugging

Headword:
στρατάρχης
Headword (normalized):
στρατάρχης
Headword (normalized/stripped):
στραταρχης
IDX:
81989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81990
Key:

Data

{'content': 'the general of an army'}