Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
Ἀντάνδριος
View word page
ἀνταναμένω
to wait instead

ShortDef

to wait instead

Debugging

Headword:
ἀνταναμένω
Headword (normalized):
ἀνταναμένω
Headword (normalized/stripped):
ανταναμενω
IDX:
8198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8199
Key:

Data

{'content': 'to wait instead'}