Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
στρατεύσιμος
View word page
στράπτω
to lighten

ShortDef

to lighten

Debugging

Headword:
στράπτω
Headword (normalized):
στράπτω
Headword (normalized/stripped):
στραπτω
IDX:
81987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81988
Key:

Data

{'content': 'to lighten'}