Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
στρατευσείω
View word page
στράγξ
that which is squeezed out, a drop
ShortDef
that which is squeezed out, a drop
Debugging
Headword:
στράγξ
Headword (normalized):
στράγξ
Headword (normalized/stripped):
στραγξ
IDX:
81986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81987
Key:
Data
{'content': 'that which is squeezed out, a drop'}