Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατεύομαι
View word page
στραγγουριώδης
of the nature of strangury
ShortDef
of the nature of strangury
Debugging
Headword:
στραγγουριώδης
Headword (normalized):
στραγγουριώδης
Headword (normalized/stripped):
στραγγουριωδης
IDX:
81985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81986
Key:
Data
{'content': 'of the nature of strangury'}