Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
View word page
στραγγουρικός
liable to, suffering from strangury

ShortDef

liable to, suffering from strangury

Debugging

Headword:
στραγγουρικός
Headword (normalized):
στραγγουρικός
Headword (normalized/stripped):
στραγγουρικος
IDX:
81984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81985
Key:

Data

{'content': 'liable to, suffering from strangury'}