Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
View word page
στραγγουρέω
suffer from strangury

ShortDef

suffer from strangury

Debugging

Headword:
στραγγουρέω
Headword (normalized):
στραγγουρέω
Headword (normalized/stripped):
στραγγουρεω
IDX:
81981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81982
Key:

Data

{'content': 'suffer from strangury'}