Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
View word page
στραγγός
twisted, crooked
ShortDef
twisted, crooked
Debugging
Headword:
στραγγός
Headword (normalized):
στραγγός
Headword (normalized/stripped):
στραγγος
IDX:
81980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81981
Key:
Data
{'content': 'twisted, crooked'}