Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
στρατάρχης
View word page
στραγγίζω
squeeze out
ShortDef
squeeze out
Debugging
Headword:
στραγγίζω
Headword (normalized):
στραγγίζω
Headword (normalized/stripped):
στραγγιζω
IDX:
81979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81980
Key:
Data
{'content': 'squeeze out'}