Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
ἀντανατρέχω
ἀνταναφέρω
ἀνταναχωρέω
View word page
ἀνταναλύω
counteract
ShortDef
counteract
Debugging
Headword:
ἀνταναλύω
Headword (normalized):
ἀνταναλύω
Headword (normalized/stripped):
ανταναλυω
IDX:
8197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8198
Key:
Data
{'content': 'counteract'}