Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
στραταρχέω
View word page
στραγγίας
wheat
ShortDef
wheat
Debugging
Headword:
στραγγίας
Headword (normalized):
στραγγίας
Headword (normalized/stripped):
στραγγιας
IDX:
81978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81979
Key:
Data
{'content': 'wheat'}