Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
στράπτω
View word page
στραγγεύομαι
to squeeze oneself up, twist oneself
ShortDef
to squeeze oneself up, twist oneself
Debugging
Headword:
στραγγεύομαι
Headword (normalized):
στραγγεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στραγγευομαι
IDX:
81977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81978
Key:
Data
{'content': 'to squeeze oneself up, twist oneself'}