Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στράγξ
View word page
στράγγευμα
act of hesitation

ShortDef

act of hesitation

Debugging

Headword:
στράγγευμα
Headword (normalized):
στράγγευμα
Headword (normalized/stripped):
στραγγευμα
IDX:
81976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81977
Key:

Data

{'content': 'act of hesitation'}