Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
View word page
στραγγεία
hesitation, loitering

ShortDef

hesitation, loitering

Debugging

Headword:
στραγγεία
Headword (normalized):
στραγγεία
Headword (normalized/stripped):
στραγγεια
IDX:
81974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81975
Key:

Data

{'content': 'hesitation, loitering'}