Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
View word page
στραγγαλόομαι
to be twisted

ShortDef

to be twisted

Debugging

Headword:
στραγγαλόομαι
Headword (normalized):
στραγγαλόομαι
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλοομαι
IDX:
81973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81974
Key:

Data

{'content': 'to be twisted'}