Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
View word page
στραγγαλιώδης
knotted, tortuous

ShortDef

knotted, tortuous

Debugging

Headword:
στραγγαλιώδης
Headword (normalized):
στραγγαλιώδης
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλιωδης
IDX:
81972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81973
Key:

Data

{'content': 'knotted, tortuous'}