Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
στραγγουρέω
View word page
στραγγαλισμός
strangulatus

ShortDef

strangulatus

Debugging

Headword:
στραγγαλισμός
Headword (normalized):
στραγγαλισμός
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλισμος
IDX:
81971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81972
Key:

Data

{'content': 'strangulatus'}