Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγός
View word page
στραγγαλίς
intricate knot

ShortDef

intricate knot

Debugging

Headword:
στραγγαλίς
Headword (normalized):
στραγγαλίς
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλις
IDX:
81970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81971
Key:

Data

{'content': 'intricate knot'}