Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
View word page
στραγγαλίζω
to strangle

ShortDef

to strangle

Debugging

Headword:
στραγγαλίζω
Headword (normalized):
στραγγαλίζω
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλιζω
IDX:
81969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81970
Key:

Data

{'content': 'to strangle'}