Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
View word page
στραγγαλάω
halter

ShortDef

halter

Debugging

Headword:
στραγγαλάω
Headword (normalized):
στραγγαλάω
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλαω
IDX:
81966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81967
Key:

Data

{'content': 'halter'}