Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
View word page
στραβότης
distortion

ShortDef

distortion

Debugging

Headword:
στραβότης
Headword (normalized):
στραβότης
Headword (normalized/stripped):
στραβοτης
IDX:
81965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81966
Key:

Data

{'content': 'distortion'}