Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
View word page
στραβός
squinting
ShortDef
squinting
Debugging
Headword:
στραβός
Headword (normalized):
στραβός
Headword (normalized/stripped):
στραβος
IDX:
81964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81965
Key:
Data
{'content': 'squinting'}