Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
View word page
στραβοπόδης
with twisted feet

ShortDef

with twisted feet

Debugging

Headword:
στραβοπόδης
Headword (normalized):
στραβοπόδης
Headword (normalized/stripped):
στραβοποδης
IDX:
81963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81964
Key:

Data

{'content': 'with twisted feet'}