Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
View word page
στραβισμός
squinting

ShortDef

squinting

Debugging

Headword:
στραβισμός
Headword (normalized):
στραβισμός
Headword (normalized/stripped):
στραβισμος
IDX:
81962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81963
Key:

Data

{'content': 'squinting'}