Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
View word page
στραβίζω
squint

ShortDef

squint

Debugging

Headword:
στραβίζω
Headword (normalized):
στραβίζω
Headword (normalized/stripped):
στραβιζω
IDX:
81961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81962
Key:

Data

{'content': 'squint'}