Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
View word page
στράβηλος
snail

ShortDef

snail

Debugging

Headword:
στράβηλος
Headword (normalized):
στράβηλος
Headword (normalized/stripped):
στραβηλος
IDX:
81960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81961
Key:

Data

{'content': 'snail'}