Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
View word page
στραβαλοκόμας
curly-headed

ShortDef

curly-headed

Debugging

Headword:
στραβαλοκόμας
Headword (normalized):
στραβαλοκόμας
Headword (normalized/stripped):
στραβαλοκομας
IDX:
81959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81960
Key:

Data

{'content': 'curly-headed'}