Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
View word page
στόχος
an aim, shot

ShortDef

an aim, shot

Debugging

Headword:
στόχος
Headword (normalized):
στόχος
Headword (normalized/stripped):
στοχος
IDX:
81958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81959
Key:

Data

{'content': 'an aim, shot'}