Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στόρνυμι
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
στραγγαλιά
View word page
στοχαστικός
skilful in aiming at, able to hit
ShortDef
skilful in aiming at, able to hit
Debugging
Headword:
στοχαστικός
Headword (normalized):
στοχαστικός
Headword (normalized/stripped):
στοχαστικος
IDX:
81957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81958
Key:
Data
{'content': 'skilful in aiming at, able to hit'}