Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στόρθυγξ
στόρνυμι
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στραγγαλάω
View word page
στοχαστής
diviner
ShortDef
diviner
Debugging
Headword:
στοχαστής
Headword (normalized):
στοχαστής
Headword (normalized/stripped):
στοχαστης
IDX:
81956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81957
Key:
Data
{'content': 'diviner'}