Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
στόρθυγξ
στόρνυμι
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
View word page
στοχασμός
guessing
ShortDef
guessing
Debugging
Headword:
στοχασμός
Headword (normalized):
στοχασμός
Headword (normalized/stripped):
στοχασμος
IDX:
81953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81954
Key:
Data
{'content': 'guessing'}