Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
στόρθυγξ
στόρνυμι
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
View word page
στοχάζομαι
to aim

ShortDef

to aim

Debugging

Headword:
στοχάζομαι
Headword (normalized):
στοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
στοχαζομαι
IDX:
81949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81950
Key:

Data

{'content': 'to aim'}