Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
στόρθυγξ
στόρνυμι
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστέος
στοχαστής
στοχαστικός
View word page
στόρνυμι
spread

ShortDef

spread

Debugging

Headword:
στόρνυμι
Headword (normalized):
στόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
στορνυμι
IDX:
81947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81948
Key:

Data

{'content': 'spread'}