Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
στόρθυγξ
στόρνυμι
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
View word page
στόνος
a sighing, groaning, lamentation

ShortDef

a sighing, groaning, lamentation

Debugging

Headword:
στόνος
Headword (normalized):
στόνος
Headword (normalized/stripped):
στονος
IDX:
81941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81942
Key:

Data

{'content': 'a sighing, groaning, lamentation'}