Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
στόρθυγξ
στόρνυμι
View word page
στοναχά
groan

ShortDef

groan

Debugging

Headword:
στοναχά
Headword (normalized):
στοναχά
Headword (normalized/stripped):
στοναχα
IDX:
81937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81938
Key:

Data

{'content': 'groan'}