Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
στόρθυγξ
View word page
στομωτός
hardened

ShortDef

hardened

Debugging

Headword:
στομωτός
Headword (normalized):
στομωτός
Headword (normalized/stripped):
στομωτος
IDX:
81936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81937
Key:

Data

{'content': 'hardened'}