Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στορέννυμι
στορεύς
View word page
στομωτής
indurator
ShortDef
indurator
Debugging
Headword:
στομωτής
Headword (normalized):
στομωτής
Headword (normalized/stripped):
στομωτης
IDX:
81935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81936
Key:
Data
{'content': 'indurator'}