Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
στόνυξ
View word page
στόμωμα
a mouth, entrance

ShortDef

a mouth, entrance

Debugging

Headword:
στόμωμα
Headword (normalized):
στόμωμα
Headword (normalized/stripped):
στομωμα
IDX:
81932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81933
Key:

Data

{'content': 'a mouth, entrance'}