Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
στονόεις
στόνος
View word page
στομώδης
clear-voiced

ShortDef

clear-voiced

Debugging

Headword:
στομώδης
Headword (normalized):
στομώδης
Headword (normalized/stripped):
στομωδης
IDX:
81931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81932
Key:

Data

{'content': 'clear-voiced'}