Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομοκοπέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφός
στόμφος
στομφόω
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχά
στοναχέω
στοναχή
View word page
στόμφος
mouthing, bombast, rant

ShortDef

mouthing, bombast, rant

Debugging

Headword:
στόμφος
Headword (normalized):
στόμφος
Headword (normalized/stripped):
στομφος
IDX:
81929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81930
Key:

Data

{'content': 'mouthing, bombast, rant'}