Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
View word page
ἀντανακόπτω
throw back again

ShortDef

throw back again

Debugging

Headword:
ἀντανακόπτω
Headword (normalized):
ἀντανακόπτω
Headword (normalized/stripped):
αντανακοπτω
IDX:
8192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8193
Key:

Data

{'content': 'throw back again'}